- ἐπι-κράζω
ἐπι-κράζω (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχϑω Poll. 5, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κράζω (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχϑω Poll. 5, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιθωύσσω — ἐπιθωΰσσω (AM) (Μ και ἐπιθωΐζω) 1. φωνάζω, κραυγάζω, διατάζω με δυνατή φωνή 2. (για αυλό) ηχώ επί πλέον 3. παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωΰσσω «κράζω, φωνάζω δυνατά»] … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
κραγός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… … Dictionary of Greek
προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… … Dictionary of Greek
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek