ἐπι-κρούω

ἐπι-κρούω

ἐπι-κρούω (s. κρούω), daraufschlagen, χϑόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες, auf die Erde mit dem Stocke stoßen, Aesch. Ag. 196; auf einen Nagel, um ihn einzuschlagen, Ar. Th. 1004; τῇ χειρὶ τὸ ξίφος, mit der Hand an's Schwert schlagen, Plut. Pomp. 58; a. Sp. Uebertr., εἰς δασύποδα τινὰ ἐπικροῦσαι, verspotten, Macho Ath. XIII, 579 (v. 23).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • υποκρέκω — ΜΑ μτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι αρχ. 1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή 2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκειν ἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • επαράσσω — ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α) 1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.) 2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”