- ἐπι-κρεμής
ἐπι-κρεμής, ές, darüberhangend, schwebend, Christod. ecph. 183; dah. zweifelhaft, Schol. Soph. Ai. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κρεμής, ές, darüberhangend, schwebend, Christod. ecph. 183; dah. zweifelhaft, Schol. Soph. Ai. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικρεμής — ές (Α ἐπικρεμής, ές) νεοελλ. 1. κρεμασμένος πάνω από κάτι, κρεμαστός 2. ναυτ. φρ. «επικρεμής άγκυρα» η άγκυρα που είναι κρεμασμένη από τον κεφαλοδέτη* τού πλοίου και είναι έτοιμη να ποντιστεί αρχ. μτφ. εκκρεμής, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek