- ἐπι-κραυγάζω
ἐπι-κραυγάζω, dabei schreien, anschreien, Arr. Epict. 1, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κραυγάζω, dabei schreien, anschreien, Arr. Epict. 1, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεκραύγασαν — ἐπί κραυγάζω bay aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκραύγασε — ἐπί κραυγάζω bay aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
επιβοώ — ἐπιβοῶ, άω (Α) 1. φωνάζω, κραυγάζω 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) γαβγίζω 3. ψέλνω 4. εκφωνώ επί πλέον 5. επευφημώ 6. επικαλούμαι 7. φωνάζοντας δυνατά ζητώ βοήθεια 8. φωνάζω εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοώ «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
επιθωύσσω — ἐπιθωΰσσω (AM) (Μ και ἐπιθωΐζω) 1. φωνάζω, κραυγάζω, διατάζω με δυνατή φωνή 2. (για αυλό) ηχώ επί πλέον 3. παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωΰσσω «κράζω, φωνάζω δυνατά»] … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
επαϋτώ — ἐπαϋτῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ακόμη πιο πολύ, τρίζω 2. επευφημώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αϋτώ «φωνάζω, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek
επιάχω — ἐπιάχω (Α) 1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ , οἱ δ ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
επιβρέμω — ἐπιβρέμω (Α) 1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. αντηχώ, βουίζω 3. κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»] … Dictionary of Greek
επιβρομώ — ἐπιβρομῶ, έω (Α) 1. (για θάλασσα) κάνω πάταγο, βουίζω 2. (για όπλα) αντηχώ 3. κάνω κάτι να αντηχήσει 4. (για θαλάσσια πουλιά) κραυγάζω από ψηλά 5. παθ. (για αφτιά) γεμίζω ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρομώ (παράλληλος τ. τού ρ. βρέμω «ηχώ»)] … Dictionary of Greek