- ἐπι-κρατύνω
ἐπι-κρατύνω, = ἐπικραταιόω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κρατύνω, = ἐπικραταιόω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεκράτυνε — ἐπεκράτῡνε , ἐπί κρατύνω strengthen aor ind act 3rd sg ἐπεκράτῡνε , ἐπί κρατύνω strengthen imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκράτυνεν — ἐπεκράτῡνεν , ἐπί κρατύνω strengthen aor ind act 3rd sg ἐπεκράτῡνεν , ἐπί κρατύνω strengthen imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκράτυνον — ἐπεκράτῡνον , ἐπί κρατύνω strengthen imperf ind act 3rd pl ἐπεκράτῡνον , ἐπί κρατύνω strengthen imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκράτυναν — ἐπεκράτῡναν , ἐπί κρατύνω strengthen aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρατύνω — Α [κρατύνω] ενισχύω, δυναμώνω επί πλέον … Dictionary of Greek