- ἐπι-μύλιος
ἐπι-μύλιος, zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μύλιος, zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμύλιος — ἐπιμύλιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον η πάνω μυλόπετρα 3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα) τραγούδι που … Dictionary of Greek