- ἐπι-νύκτιος
ἐπι-νύκτιος, bei Nacht, ἐπινύκτια μῆλα νομεύων Leon. Tar. 6 (VI, 262).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νύκτιος, bei Nacht, ἐπινύκτια μῆλα νομεύων Leon. Tar. 6 (VI, 262).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύκτιος — α, ο (Α νύκτιος, ία, ον) νυχτερινός, νυκτερόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κατάλ. ιος. Το επίθ. πιθ. έχει σχηματιστεί από τα συνθ. σε νύκτιος (πρβλ. επι νύκτιος, ολονύκτιος)] … Dictionary of Greek