ἐπι-μύω

ἐπι-μύω

ἐπι-μύω, die Augen, den Mund verschließen; τοὺς ὀφϑαλμούς D. Sic. 1, 48; ὄμματα Opp. Hal. 2, 110; ὀπωπάς Cyn. 4, 144; ohne Zusatz, ἄνοια τὸ δοκεῖν, ἐάν τις αὐτὸς ἐπιμύῃ, μηδὲ τοὺς πέλας ὁρᾶν Pol. 4, 27, 7; den Mund als Zeichen des Zugeständnisses schließen, Ar. Vesp. 934; – ὠτειλαὶ δ' ἑκάτερϑεν ἐπιμύουσιν ὀδόντων Opp. Cyn. 2, 290.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμύω — ἐπιμύω (AM) 1. κλείνω τα μάτια 2. πεθαίνω αρχ. 1. κλείνω τα μάτια για να δείξω πως συμφωνώ 2. κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύω «κλείνω (τα μάτια)»] …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”