- ἐπι-νωτίζω
ἐπι-νωτίζω, im Rücken angreifen; Eur. Herc. Fur. 362; Hesych. erkl. ἐπενώτισεν durch ἐφώρμησεν, aus einem com., s. Mein. II, 716. – Med., Paus. bei Eust. p. 1282, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νωτίζω, im Rücken angreifen; Eur. Herc. Fur. 362; Hesych. erkl. ἐπενώτισεν durch ἐφώρμησεν, aus einem com., s. Mein. II, 716. – Med., Paus. bei Eust. p. 1282, 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νωτίζω — (Α) [νώτον] 1. στρέφω τα νώτα, τρέπομαι σε φυγή 2. καλύπτω τα νώτα κάποιου («κισσὸς ὅν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν», Ευρ.) 3. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια κάποιου 4. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek