- ἐπι-βωστρέω
ἐπι-βωστρέω, = ἐπιβοάω, Theocr. 12, 35, v. l. ἐπιβωτάω, wie Eust. ll. 218, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βωστρέω, = ἐπιβοάω, Theocr. 12, 35, v. l. ἐπιβωτάω, wie Eust. ll. 218, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιβωστρώ — ἐπιβωστρῶ, έω (Α) καλώ κάποιον μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βωστρέω, ώ «καλώ, φωνάζω»] … Dictionary of Greek