- ἐπι-μυλίς
ἐπι-μυλίς, ίδος, ἡ (μύλη), Kniescheibe, Hippocr.; Poll. 2, 189.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μυλίς, ίδος, ἡ (μύλη), Kniescheibe, Hippocr.; Poll. 2, 189.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμυλίς — ἐπιμυλίς, ἡ (Α) επιγονατίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μυλίς (< μύλη «μυλόπετρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek