- ἐπι-μυκτηρίζω
ἐπι-μυκτηρίζω, dabei die Nase rümpfen, verhöhnen, Menand. bei Plut. qua quis rat. se ipse laud. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μυκτηρίζω, dabei die Nase rümpfen, verhöhnen, Menand. bei Plut. qua quis rat. se ipse laud. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεμυκτήρισαν — ἐπί μυκτηρίζω turn up the nose aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] … Dictionary of Greek
επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… … Dictionary of Greek