ἐπ-εν-τρᾱνίζω

ἐπ-εν-τρᾱνίζω

ἐπ-εν-τρᾱνίζω, ansehen, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανατρανίζω — (Μ ἀνατρανίζω) 1. υψώνω το βλέμμα μου 2. (μτβ.) παρατηρώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά «τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια» (Κρυστάλλης) μσν. κοιτάζω (με προσοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τρανίζω < τρανώ ( όω) «ανακαλύπτω, εξηγώ, σαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”