ἐπι-βρίζω

ἐπι-βρίζω

ἐπι-βρίζω, = ἐπιβρίϑω, Nonn. D. 20, 347, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιβρίζοντα — ἐπί βρίζω to be sleepy pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπί βρίζω to be sleepy pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίζουσι — ἐπί βρίζω to be sleepy pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί βρίζω to be sleepy pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίζεις — ἐπί βρίζω to be sleepy pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίζουσα — ἐπί βρίζω to be sleepy pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίζων — ἐπί βρίζω to be sleepy pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίσαν — ἐπί βρίζω to be sleepy aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίσσῃσι — ἐπί βρίζω to be sleepy aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • επικηκάζω — ἐπικηκάζω (Α) βρίζω, ονειδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηκάζω «βρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσλοιδορώ — έω, Α (το ενεργ. και το μέσ.) λοιδορώ, βρίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λοιδορῶ «βρίζω, κακολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”