- ἐπι-βρομέω
ἐπι-βρομέω, = ἐπιβρέμω, sp. D., wie πόντος ὀξείῃσιν ἐπιβρομέων σπιλάδεσσιν Ap. Rh. 3, 1371; περὶ στέρνοισι τεύχη ἐπιβρομέουσι Qu. Sm. 9, 221; von den Löwen, ὄχλος ἐπιβρομέει βριαρὸν βρύχημα λεόντων Opp. Cyn. 3, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.