ἐπι-βραδύνω

ἐπι-βραδύνω

ἐπι-βραδύνω, dabei zaudern, Luc. Tim. 46.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επαναβάλλω — ἐπαναβάλλω (AM) μσν. θυμάμαι, ξαναφέρνω κάτι στον νου μου αρχ. 1. ρίχνω κάτι επάνω 2. μέσ. έπαναβάλλομαι ρίχνω ένα ρούχο στους ώμους μου β) αναβάλλω, βραδύνω, καθυστερώ για ενέργεια 3. ανασηκώνω, υψώνω, σηκώνω επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα… …   Dictionary of Greek

  • επισχολάζομαι — ἐπισχολάζομαι (Α) βραδύνω, αργοπορώ («οὐκ ἐπισχολάζεται βλάστη», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχολάζομαι «αργοπορώ»] …   Dictionary of Greek

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μακροσκοινίζω — 1. απλώνω μακρύ σχοινί 2. μτφ. παρατείνω κάτι επί πολύ, αναβάλλω, βραδύνω, αργοπορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σκοινίζω (< σκοινί)] …   Dictionary of Greek

  • προσανατείνω — Α 1. τεντώνω κάτι με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη 2. σηκώνω προς τα πάνω, ανυψώνω («προσανατείνειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς χεῑρας εἰς οὐρανόν», Κλήμ. Αλ.) 3. (μέσ. και παθ.) προσανατείνομαι α) επισείω ως επί πλέον φόβητρο («παρῆν εἰς Ἀχαΐαν… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”