- περι-ΐζω
περι-ΐζω (s. ἵζω), herumsitzen, gew. med. sich herumsetzen, belagern, Her. 1, 202, τινά, 5, 4, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ΐζω (s. ἵζω), herumsitzen, gew. med. sich herumsetzen, belagern, Her. 1, 202, τινά, 5, 4, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιίζομαι — Α κάθομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵζω / ομαι «καθίζω»] … Dictionary of Greek
περιανθίζω — περϊανθίζω , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres subj act 1st sg περϊανθίζω , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind act 1st sg περϊανθίζω , περί ἀνθίζω strew pres subj act 1st sg περϊανθίζω , περί ἀνθίζω strew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίσαι — περϊανθίσαι , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor inf act περϊανθίσαῑ , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor opt act 3rd sg περϊανθίσαι , περί ἀνθίζω strew aor inf act περϊανθίσαῑ , περί ἀνθίζω strew aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίσαντα — περϊανθίσαντα , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor part act neut nom/voc/acc pl περϊανθίσαντα , περί , ἀντί ἵζω si sd o aor part act masc acc sg περϊανθίσαντα , περί ἀνθίζω strew aor part act neut nom/voc/acc pl περϊανθίσαντα , περί ἀνθίζω strew aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
περιαγκωνίζω — ΜΑ δένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκών κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ αγκων ίζω)] … Dictionary of Greek
περιανθιζομένην — περϊανθιζομένην , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) περϊανθιζομένην , περί ἀνθίζω strew pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίζεσθαι — περϊανθίζεσθαι , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres inf mp περϊανθίζεσθαι , περί ἀνθίζω strew pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίζεται — περϊανθίζεται , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind mp 3rd sg περϊανθίζεται , περί ἀνθίζω strew pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίζονται — περϊανθίζονται , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind mp 3rd pl περϊανθίζονται , περί ἀνθίζω strew pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίζων — περϊανθίζων , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres part act masc nom sg περϊανθίζων , περί ἀνθίζω strew pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)