- περι-ΐπταμαι
περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), herumfliegen, περὶ τὸ πλοῖον, Arist. H. A. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), herumfliegen, περὶ τὸ πλοῖον, Arist. H. A. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιίπταμαι — ΝΜΑ πετώ επάνω και γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek