ἐπι-χρῑω

ἐπι-χρῑω

ἐπι-χρῑω (s. χρίω), darauf-, darüberstreichen, φάρμακα ἐπιχριόμενα, Galen.; – bestreichen, salben, ἐπιχρίσασα παρειάς Od. 18, 172; ἀλοιφῇ, den Bogen, 21, 179; τιτάνῳ τὸ ἔργον Luc. hist. conscr. 62. – Med. sich salben, ἀλοιφῇ, Od. 18, 179; Medic. – Adj. verb. ἐπιχριστός, auch ἐπίχριστος, 2. Endg, bestrichen, darübergestrichen, φύκη Luc. amor. 41; τὸ ἐπίχριστον, sc. φάρμακον, Salbe, Medic.; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… …   Dictionary of Greek

  • επιχρίω — (AM ἐπιχρίω) 1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ τυφλοῡ», ΚΔ β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ») 2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω αρχ. επαλείφω …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαταχριέσθω — ἐπικαταχρῑέσθω , ἐπί , κατά χρίω touch the surface of a body slightly pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”