- ἐπι-χρώζω
ἐπι-χρώζω, = ἐπιχρώννυμι, Theophr.; D. Sic. 2, 52 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-χρώζω, = ἐπιχρώννυμι, Theophr.; D. Sic. 2, 52 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιχρώζω — ἐπιχρῴζω (Α) βλ. επιχρώννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρῴζω «αγγίζω την επιφάνεια, χρωματίζω»] … Dictionary of Greek