- ἐπι-χρεμέθω
ἐπι-χρεμέθω, = Folgdm, τινί, Ap. Rh. 3, 1260; Qu. Sm. 11, 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-χρεμέθω, = Folgdm, τινί, Ap. Rh. 3, 1260; Qu. Sm. 11, 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιχρεμέθω — ἐπιχρεμέθω (Α) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρεμέθω, παράλλ. τ. τού χρεμετίζω] … Dictionary of Greek