- ἐπι-φάσκω
ἐπι-φάσκω (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φάσκω (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιφάσκοντα — ἐπί φάσκω say pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπί φάσκω say pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφάσκοντες — ἐπί φάσκω say pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφάσκων — ἐπί φάσκω say pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιφάσκοντα — σύν , ἐπί φάσκω say pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , ἐπί φάσκω say pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφάσκω — ἐπιφάσκω (Α) 1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.) 2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. τού φημί… … Dictionary of Greek
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek