- ἐπι-φλογίζω
ἐπι-φλογίζω, obenauf anzünden?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φλογίζω, obenauf anzünden?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιφλόγισμα — ἐπιφλόγισμα, τὸ (Α) 1. φλόγωση στην επιφάνεια τού δέρματος, φλεγμονή 2. στον πληθ. τὰ ἐπιφλεγόμενα χιονίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλόγισμα (< φλογίζω < φλοξ < φλέγω)] … Dictionary of Greek
προσφλεγμαίνω — Μ αναφλέγω κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φλεγμαίνω «φλογίζω, βράζω»] … Dictionary of Greek