- ἐπι-φορτίζω
ἐπι-φορτίζω, noch dazu beladen, belästigen, Sp.; pass., Schol. Ar. Nub. 214.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φορτίζω, noch dazu beladen, belästigen, Sp.; pass., Schol. Ar. Nub. 214.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεφόρτιζον — ἐπί φορτίζω load imperf ind act 3rd pl ἐπί φορτίζω load imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεπεφόρτιστο — ἐπί φορτίζω load plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφορτίζομεν — ἐπί φορτίζω load imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφορτίσαντο — ἐπί φορτίζω load aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφορτίσθη — ἐπί φορτίζω load aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφόρτιζε — ἐπί φορτίζω load imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφόρτισας — ἐπί φορτίζω load aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεφόρτισεν — ἐπί φορτίζω load aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπεφόρτισται — ἐπί φορτίζω load perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… … Dictionary of Greek