- ἐπι-φαιδρύνω
ἐπι-φαιδρύνω, glänzend, hell machen, reinigen, putzen, Κίρκην ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη ἐπιφαιδρύνουσαν Ap. Rh. 4, 663; Heliod. 8, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-φαιδρύνω, glänzend, hell machen, reinigen, putzen, Κίρκην ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη ἐπιφαιδρύνουσαν Ap. Rh. 4, 663; Heliod. 8, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιφαιδρύνω — ἐπιφαιδρύνω (Α) κάνω κάτι λαμπρό, καθαρό («Κίρκην ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη ἐπιφαιδρύνουσαν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαιδρύνω (< φαιδρός)] … Dictionary of Greek