- ἐπ-ευ-κλεΐζω
ἐπ-ευ-κλεΐζω, dazu, zugleich verherrlichen; πατρίδα Ep. ad. 211 (App. 308); Simond. 65 (XIII, 14).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ευ-κλεΐζω, dazu, zugleich verherrlichen; πατρίδα Ep. ad. 211 (App. 308); Simond. 65 (XIII, 14).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεΐζω — κλεΐζω (AM) βλ. κλήζω (Ι) … Dictionary of Greek
κλείζω — κλῄζω 1 make famous pres subj act 1st sg (doric) κλῄζω 1 make famous pres ind act 1st sg (doric) κλεΐζω , κλῄζω 1 make famous pres subj act 1st sg (doric) κλεΐζω , κλῄζω 1 make famous pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήζω — (I) κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω) καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ. β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον … Dictionary of Greek
κλέισμα — κλέισμα, τὸ (Μ) [κλεΐζω] φήμη, δόξα … Dictionary of Greek
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
κλεϊσμός — κλεϊσμός, ὁ (Μ) [κλεΐζω] ονομασία, όνομα, προσηγορία … Dictionary of Greek
κλεϊστός — κλεϊστός, ή, όν (Α) [κλεΐζω] φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος … Dictionary of Greek
παγκλέιστος — παγκλέϊστος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει όλες τις δόξες, πολύ ένδοξος, πανένδοξος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκλέϊστον η ιδιότητα τού παγκλέϊστου («τὸ παγκλέϊστον τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας», Νικ. Χωνιάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλεϊστός (< κλεΐζω)] … Dictionary of Greek
περικλέϊστος — ον, Μ περικλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεϊστός «ένδοξος» (< κλεΐζω < κλέος)] … Dictionary of Greek