- ἐπι-τήθη
ἐπι-τήθη, ἡ, die Urgroßmutter, B. A. 254, 10; Theopomp. com. bei E. M. 366, 11, wo es ἐπιτηϑή accentuirt ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τήθη, ἡ, die Urgroßmutter, B. A. 254, 10; Theopomp. com. bei E. M. 366, 11, wo es ἐπιτηϑή accentuirt ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιτήθη — ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM) η μητέρα τής γιαγιάς αρχ. η μητέρα τής προγιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»] … Dictionary of Greek
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek