ἐπι-τέρπω

ἐπι-τέρπω

ἐπι-τέρπω, dabei, dadurch ergötzen, wohl nur im pass., sich woran erfreuen, ergötzen, τινί, Od. 14, 228 H. h. Apoll. 146; κακῷ ἔργῳ Hes. Th. 158; ἵπποις Pind. Ol. 5, 22; sp. D., wie Strat. 4 (XII, 4); c. inf., Agath. (IX, 766).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπανατραπέντα — ἐπί , ἀνά τέρπω delight aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπί , ἀνά τέρπω delight aor part pass masc acc sg ἐπί ἀνατρέπω overturn aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπί ἀνατρέπω overturn aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανατραπῆναι — ἐπί , ἀνά τέρπω delight aor inf pass ἐπί ἀνατρέπω overturn aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • λογοτερπής — λογοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστιέται με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τερπής(< τέρπω), πρβλ. επι τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”