ἐπανατραπέντα — ἐπί , ἀνά τέρπω delight aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπί , ἀνά τέρπω delight aor part pass masc acc sg ἐπί ἀνατρέπω overturn aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπί ἀνατρέπω overturn aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανατραπῆναι — ἐπί , ἀνά τέρπω delight aor inf pass ἐπί ἀνατρέπω overturn aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θεοτερπής — θεοτερπής, ές (AM) αυτός που ευχαριστεί τους θεούς, ο θεάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
θυμοτερπής — θυμοτερπής, ές (Μ) αυτός που τέρπει την ψυχή, αυτός που ευχαριστεί την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
λογοτερπής — λογοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστιέται με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τερπής(< τέρπω), πρβλ. επι τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek