- ἐπι-τοξάζομαι
ἐπι-τοξάζομαι, wonach (mit dem Bogen) schießen, zielen, Il. 3, 79; τινί, Luc. calumn. 12 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τοξάζομαι, wonach (mit dem Bogen) schießen, zielen, Il. 3, 79; τινί, Luc. calumn. 12 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιτοξάζομαι — ἐπιτοξάζομαι (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου, χτυπώ με βέλη, σημαδεύω κάποιον με το τόξο («τῷ δ’ ἐπιτοξάζοντο... Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τοξάζομαι «τοξεύω»] … Dictionary of Greek