- ἐπι-τοξεύω
ἐπι-τοξεύω, dass., Sp., wie D. Cass. 68, 31; auch τινά, Aristaen. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τοξεύω, dass., Sp., wie D. Cass. 68, 31; auch τινά, Aristaen. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπετόξευον — ἐπί τοξεύω shoot with the bow imperf ind act 3rd pl ἐπί τοξεύω shoot with the bow imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετοξεύοντο — ἐπί τοξεύω shoot with the bow imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετόξευσαν — ἐπί τοξεύω shoot with the bow aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτοξάζομαι — ἐπιτοξάζομαι (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου, χτυπώ με βέλη, σημαδεύω κάποιον με το τόξο («τῷ δ’ ἐπιτοξάζοντο... Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τοξάζομαι «τοξεύω»] … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek