- ἐπι-ταγή
ἐπι-ταγή, ἡ, der Auftrag, Befehl, Pol. 13, 4, 3; νόμων D. Sic. 1, 70; das Aufgelegte, Tribut, Pol. 21, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ταγή, ἡ, der Auftrag, Befehl, Pol. 13, 4, 3; νόμων D. Sic. 1, 70; das Aufgelegte, Tribut, Pol. 21, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek