ἐπι-τακτός

ἐπι-τακτός

ἐπι-τακτός, adj. verb. zu ἐπιτάσσω, aufgetragen, befohlen, μέτρον Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. ἐπίταγμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίτακτος — εὐεπίτακτος, ον (Α) υπάκουος σε διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί τακτος (< επι τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”