- περι-νήχομαι
περι-νήχομαι, umschwimmen, ἐν κύκλῳ, Plut. sol. an. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νήχομαι, umschwimmen, ἐν κύκλῳ, Plut. sol. an. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περινήχομαι — Α κολυμπώ εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek