- ἐπι-τεκμαίρομαι
ἐπι-τεκμαίρομαι, bemerken dabei, Arat. Phaen. 142 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τεκμαίρομαι, bemerken dabei, Arat. Phaen. 142 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιτεκμήραιο — ἐπί τεκμαίρομαι assign aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστεκμαίρομαι — και δ. γρφ. προτεκμαίρομαι Α επιβεβαιώνομαι βάσει επί πλέον ενδείξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεκμαίρομαι «δηλώνω, αποδεικνύω»] … Dictionary of Greek