ἐπι-τειχισμός

ἐπι-τειχισμός

ἐπι-τειχισμός, ὁ, = ἐπιτείχισις, τῇ χώρᾳ Thuc. 1, 122; Xen. Hell. 5, 1, 2; ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐπιτειχισμὸν ἐζήτει Dem. 18, 87, er versuchte einen Angriff; übertr., Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”