- ἐπι-τεχνάζομαι
ἐπι-τεχνάζομαι, = Folgdm, Opp. H. 3, 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τεχνάζομαι, = Folgdm, Opp. H. 3, 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεπιτεχνώμαι — άομαι, Α τεχνάζομαι, επινοώ κάτι επί πλέον με πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτεχνῶμαι «τεχνάζομαι, επινοώ δόλους»] … Dictionary of Greek