περκίδιον, τό, dim. von πέρκη, Anaxandr. bei Ath. III, 105 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περκίδιον — τὸ, Α [πέρκη] μικρή πέρκα … Dictionary of Greek
περκιδίων — περκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)