περι-έῤῥω

περι-έῤῥω

περι-έῤῥω (s. ἔῤῥω), umherirren, umgehen, περιέῤῥει Ar. Equ. 531.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • περιῆρρον — περϊῆρρον , περί ἔρρω go slowly imperf ind act 3rd pl περϊῆρρον , περί ἔρρω go slowly imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιέρρω — Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔρρω «πορεύομαι, βαδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιέρρων — περϊέρρων , περί ἔρρω go slowly pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”