- περι-έννῡμι
περι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασϑαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασϑαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιέννυμι — Α περιβάλλω με ενδύματα, ντύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἔννυμι «περιβάλλω, ενδύω»] … Dictionary of Greek
περιέξεσα — περϊέξεσα , περί , ἐκ ἕννυμι ves aor ind act 1st sg (epic) περϊέξεσα , περί , ἐκ ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) περϊέξεσα , περί ξέω shave aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέξεσε — περϊέξεσε , περί , ἐκ ἕννυμι ves aor ind act 3rd sg (epic) περϊέξεσε , περί , ἐκ ἕζομαι seat oneself aor ind act 3rd sg (epic) περϊέξεσε , περί ξέω shave aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)