- ἐπι-σίζω
ἐπι-σίζω (σίζω), den Hund anhetzen, Ar. Vesp. 704; ἐπίσιστος, angehetzt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σίζω (σίζω), den Hund anhetzen, Ar. Vesp. 704; ἐπίσιστος, angehetzt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισίζω — ἐπισίζω και ἐπισίττω (Α) προτρέπω σκυλί να ορμήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σίζω «συρίζω»] … Dictionary of Greek
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek