- ἐπι-σαλπίζω
ἐπι-σαλπίζω (s. σαλπίζω), dazu trompeten, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σαλπίζω (s. σαλπίζω), dazu trompeten, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεσάλπιζον — ἐπί σαλπίζω sound the trumpet imperf ind act 3rd pl ἐπί σαλπίζω sound the trumpet imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγκελεύομαι — Α παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»] … Dictionary of Greek