- ἐπι-σκέπω
ἐπι-σκέπω, = ἐπισκεπάζω, im pass., Philp. 17 (VI, 62); Apolld. 1, 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σκέπω, = ἐπισκεπάζω, im pass., Philp. 17 (VI, 62); Apolld. 1, 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής … Dictionary of Greek