- ἐπι-σκάζω
ἐπι-σκάζω, hinken auf, πόδεσσι Ap. Rh. 1, 669; Nic. Th. 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σκάζω, hinken auf, πόδεσσι Ap. Rh. 1, 669; Nic. Th. 294.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπέσκαζε — ἐπί σκάζω limp imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέσκαζεν — ἐπί σκάζω limp imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκάζω — ἐπισκάζω (Α) κουτσαίνω («αὐτὸς δέ ἐπέσκαζε τῷ μηρῷ αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκάζω «κουτσαίνω»] … Dictionary of Greek
επιδιαρρήγνυμαι — ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α) σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» κι έπειτα να τό ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»] … Dictionary of Greek