- περι-έρπω
περι-έρπω, umkriechen, Ael. V. H. 13, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-έρπω, umkriechen, Ael. V. H. 13, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιερπούσας — περϊερπούσᾱς , περί ἕρπω serpo) pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περϊερπούσᾱς , περί ἕρπω serpo) pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεῖρπον — περϊεῖρπον , περί ἕρπω serpo) imperf ind act 3rd pl περϊεῖρπον , περί ἕρπω serpo) imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέρπει — περϊέρπει , περί ἕρπω serpo) pres ind mp 2nd sg περϊέρπει , περί ἕρπω serpo) pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιερπύσας — περϊερπύσᾱς , περί ἕρπω serpo) aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) περϊερπύσᾱς , περί ἑρπύζω creep aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέρπουσαν — περϊέρπουσαν , περί ἕρπω serpo) pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέρπων — περϊέρπων , περί ἕρπω serpo) pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek