- ἐπι-σκοπή
ἐπι-σκοπή, ἡ, die Beaufsichtigung, Amt eines Bischoss, N. T.; die Heimsuchung, zu strafen u. zu helfen, ibd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σκοπή, ἡ, die Beaufsichtigung, Amt eines Bischoss, N. T.; die Heimsuchung, zu strafen u. zu helfen, ibd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασκοπή — κατασκοπή, ἡ (Α) 1. η εξέταση από κοντά, η κατασκόπευση 2. φρ. «κατασκοπαῑς χρῶμαι» κατασκοπεύω, χρησιμοποιώ κατασκόπους 3. φρ. «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» στην εξέταση, την καταμέτρηση τών περιουσιακών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
προσκοπή — (I) ἡ, Α κατασκόπευση που ενεργείται εκ τών προτέρων («ἐπὶ Καρίας ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἰχόμεναι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι), πρβλ. κατα σκοπή]. (II) ἡ, Α [προσκόπτω] 1. δυσαρέσκεια, απέχθεια 2.… … Dictionary of Greek