ἐπι-σκαλμίς

ἐπι-σκαλμίς

ἐπι-σκαλμίς, ίδος, ἡ, der Theil des Schiffsbordes, auf dem die Ruder ruhen, Poll. 1, 87. S. σκαλμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επισκαλμίς — η (AM ἐπισκαλμίς) σανίδα που εκτείνεται από την πρώρα ως την πρύμνη, η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *σκαλμίς (< σκαλμός «μικρό ξύλο στο οποίο προσαρμόζεται το κουπί»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”