- ἐπι-σκεδάννῡμι
ἐπι-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννυμι), darüber hinstreuen, ἐπ ὶ τὰς περιόδους ἐπισκεδαννύμενον Plat. Tim. 85 a; ἐπεσκεδάσϑη αὐτῷ Plut. Cat. min. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννυμι), darüber hinstreuen, ἐπ ὶ τὰς περιόδους ἐπισκεδαννύμενον Plat. Tim. 85 a; ἐπεσκεδάσϑη αὐτῷ Plut. Cat. min. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισκεδάννυμι — ἐπισκεδάννυμι (Α) διασκορπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκεδάννυμι «σκορπίζω»] … Dictionary of Greek
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek
προσκεδάννυμι — Α 1. διασκορπίζω εκ τών προτέρων 2. διασκεδάζω επί πλέον 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προσκεδαννύμενος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»] … Dictionary of Greek