- ἐπι-σχολάζομαι
ἐπι-σχολάζομαι, dabei verweilen, zögern, Soph. frg. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σχολάζομαι, dabei verweilen, zögern, Soph. frg. 296.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισχολάζομαι — ἐπισχολάζομαι (Α) βραδύνω, αργοπορώ («οὐκ ἐπισχολάζεται βλάστη», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχολάζομαι «αργοπορώ»] … Dictionary of Greek