ἐπι-σφοδρύνω

ἐπι-σφοδρύνω

ἐπι-σφοδρύνω, streng machen, Plut. Cleom. 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επισφοδρύνω — ἐπισφοδρύνω (Α) ισχυροποιώ, δυναμώνω κάτι περισσότερο («ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχήν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφοδρύνω «ισχυροποιώ» (< σφοδρός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”