- ἐπι-σφύζω
ἐπι-σφύζω (s. σφύζω), dazu weiter schlagen, vom Pulse, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σφύζω (s. σφύζω), dazu weiter schlagen, vom Pulse, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφύζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α (για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην. β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος,… … Dictionary of Greek
επισφύζω — ἐπισφύζω (Α) εξακολουθώ να σφύζω, πάλλω, κτυπώ ακόμη περισσότερο («οὐκ ἔτ’ ὄψει τὰ μετὰ τὸν βρόχον ἐπισφύζοντα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφύζω «πάλλομαι»] … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek